πεζούλι — το 1. αρχιτ. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης 2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα … Dictionary of Greek
πύλος — Με το όνομα αυτό αναφέρονται τρεις πόλεις: μία της μυκηναϊκής εποχής, μία των κλασικών χρόνων και μία σύγχρονη. 1. Μυκηναϊκή Π. Είναι η πόλη του ομηρικού Νέστορα, του οποίου η δύναμη και η δόξα δεν είχαν σχεδόν τίποτα να ζηλέψουν από τη δόξα και… … Dictionary of Greek
-ούλι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. και ιταλ. κατάλ. ullus (πρβλ. μσν. δενδρ ούλλιν, θρυμμ ούλλιν). Κατ άλλη άποψη, η κατάλ. ούλλιν έχει προέλθει από την αρχ. υποκορ. κατάλ. ύλλιον (πρβλ. ανθ ύλλιον, δενδρ ύλλιον) με τροπή… … Dictionary of Greek
πεζούλα — Όνομα 2 οικισμών. 1. Οικισμός (υψόμ. 900 μ.) του νομού Kαρδίτσας. Eίναι έδρα του ομώνυμου δήμου. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αβδήρων. * * * η το πεζούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα + υποκορ.… … Dictionary of Greek
Βούλτσι — Αρχαία ετρουσκική πόλη, 100 χλμ. βόρεια της Ρώμης, συνδεόμενη πιθανώς με την Κόζα, στην παραλία που θα έπρεπε να είναι το φυσικό της επίνειο. Η θέση της αρχαίας πόλης ήταν γνωστή από τα τέλη του 14ου αι. Τον 19ο αι. η νεκρόπολή της υπέστη… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό Σαρακατσάνων (Σέρρες) — Το μουσείο στεγάζεται από το 1998 σε ένα νεόδμητο κτίριο ειδικά χτισμένο γι’ αυτό τον σκοπό με την ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέσω των προσεκτικά επιλεγμένων και με σύγχρονο τρόπο παρουσιασμένων αντικειμένων μπορεί ο επισκέπτης να… … Dictionary of Greek
αγώνιαστος — η, ο αυτός που δεν έχει κανονικές γωνίες, που δε φτιάχτηκε με ακρίβεια: Άφησε αγώνιαστο το πεζούλι της ταράτσας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναβόλα — η πεζούλι που χτίζεται στα χωράφια ή γύρω στη ρίζα του δέντρου για να μη φεύγει το χώμα: Το χώμα το συγκρατούσαν με αναβόλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκουμπώ — ησα 1. αποθέτω, αφήνω: Αποκούμπησε το ραβδί του στο πεζούλι και κάθισε. 2. στηρίζομαι, καταφεύγω: Αν φύγουν τα παιδιά, πού θα αποκουμπήσουν οι γέροι; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόθεση — η 1. η τοποθέτηση βασταζόμενου πράγματος στη γη: Η απόθεση του φορτίου έγινε πάνω σε ένα πεζούλι. 2. απόρριψη και συσσώρευση: Οι αποθέσεις των ποταμών στις εκβολές τους είναι πολύ μεγάλες. 3. αποταμίευση: Η απόθεση χρημάτων είναι ενέργεια συνετή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)